σφάκελο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφάκελο | τα | σφάκελα |
γενική | του | σφάκελου | των | σφάκελων |
αιτιατική | το | σφάκελο | τα | σφάκελα |
κλητική | σφάκελο | σφάκελα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σφάκελο < αρχαία ελληνική σφάκελος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφάκελο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) άλλη μορφή του φάσκελο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφάκελο
|