συχώριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | συχώριο | τα | συχώρια |
γενική | του | συχώριου | των | συχώριων |
αιτιατική | το | συχώριο | τα | συχώρια |
κλητική | συχώριο | συχώρια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συχώριο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυχώριο ουδέτερο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συχώριο
|