συχνοτισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συχνοτισμός < συχνότητα + -ισμός < αγγλικά: frequentism • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
συχνοτισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
συχνοτισμός