συντηρητικότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συντηρητικότης | αἱ | συντηρητικότητες | ||||
γενική | τῆς | συντηρητικότητος | τῶν | συντηρητικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | συντηρητικότητι | ταῖς | συντηρητικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συντηρητικότητα | τὰς | συντηρητικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | συντηρητικότης | συντηρητικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συντηρητικότης (μαρτυρείται από το 1891) [1] < συντηρητικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
συντηρητικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 964, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου