συνταγματικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνταγματικότης (μαρτυρείται από το 1831) [1] < συνταγματικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνταγματικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 963, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου