Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντάχτρια οι συντάχτριες
      γενική της συντάχτριας των συνταχτριών
    αιτιατική τη συντάχτρια τις συντάχτριες
     κλητική συντάχτρια συντάχτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντάχτρια < συντάχ(της) + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συντάχτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συντάκτης