συντάχτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συντάχτρια < συντάχ(της) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
συντάχτρια θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συντάκτης
συντάχτρια
→ δείτε τη λέξη συντάκτρια |