Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντάκτρια οι συντάκτριες
      γενική της συντάκτριας των συντακτριών
    αιτιατική τη συντάκτρια τις συντάκτριες
     κλητική συντάκτρια συντάκτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντάκτρια < συντάκτης + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συντάκτρια θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε συντάκτης