Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνοπτικότης αἱ συνοπτικότητες
      γενική τῆς συνοπτικότητος τῶν συνοπτικοτήτων
      δοτική τῇ συνοπτικότητι ταῖς συνοπτικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν συνοπτικότητα τὰς συνοπτικότητᾰς
     κλητική ! συνοπτικότης συνοπτικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνοπτικότης (μαρτυρείται από το 1891) [1] < συνοπτικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνοπτικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 962, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου