συνοπτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνοπτικότητα < συνοπτικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνοπτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του συνοπτικού
- ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και συνοπτικότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνοπτικότητα
|