συνομολογία
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνομολογία | οι | συνομολογίες |
γενική | της | συνομολογίας | των | συνομολογιών |
αιτιατική | τη | συνομολογία | τις | συνομολογίες |
κλητική | συνομολογία | συνομολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el επεξεργασία
- συνομολογία < συν- + ομολογία• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνομολογία θηλυκό
- (μαθηματικά) γενικός όρο για αλληλουχία αβέλιων ομάδων συσχετισμένων με τοπολογικό χώρο, συχνά προσδιοριζόμενο από συνάλυσο σύμπλεγμα.