συνερισιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνερισιά | οι | συνερισιές |
γενική | της | συνερισιάς | των | συνερισιών |
αιτιατική | τη | συνερισιά | τις | συνερισιές |
κλητική | συνερισιά | συνερισιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συνερισιά < συνερίζομαι + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνερισιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του συνέρισμα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνερισιά
|