Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνδρομήτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
συνδρομήτρι
α
οι
συνδρομήτρι
ες
γενική
της
συνδρομήτρι
ας
των
συνδρομητρι
ών
αιτιατική
τη
συνδρομήτρι
α
τις
συνδρομήτρι
ες
κλητική
συνδρομήτρι
α
συνδρομήτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνδρομήτρια
<
συνδρομητής
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνδρομήτρια
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
συνδρομητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνδρομήτρια
γαλλικά
:
abonnée
(fr)
σλοβακικά
:
abonentka
(sk)
τσεχικά
:
abonentka
(cs)