abonentka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌabɔ̃ˈnɛ̃ntka/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabonentka (pl) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαabonentka (cs) θηλυκό
abonentka (pl) θηλυκό
abonentka (cs) θηλυκό