↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνδιδάσκαλος οι συνδιδάσκαλοι
      γενική του συνδιδάσκαλου
συνδιδασκάλου
των συνδιδάσκαλων
συνδιδασκάλων
    αιτιατική τον συνδιδάσκαλο τους συνδιδάσκαλους
συνδιδασκάλους
     κλητική συνδιδάσκαλε συνδιδάσκαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνδιδάσκαλος < μεσαιωνική ελληνική συνδιδάσκαλος[1] < αρχαία ελληνική σύν + διδάσκαλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνδιδάσκαλος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συνδιδάσκαλος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)