Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνδιασκεπτόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
συνδιασκεπτόμεν
ος
ἡ
συνδιασκεπτομέν
η
τὸ
συνδιασκεπτόμεν
ον
γενική
τοῦ
συνδιασκεπτομέν
ου
τῆς
συνδιασκεπτομέν
ης
τοῦ
συνδιασκεπτομέν
ου
δοτική
τῷ
συνδιασκεπτομέν
ῳ
τῇ
συνδιασκεπτομέν
ῃ
τῷ
συνδιασκεπτομέν
ῳ
αιτιατική
τὸν
συνδιασκεπτόμεν
ον
τὴν
συνδιασκεπτομέν
ην
τὸ
συνδιασκεπτόμεν
ον
κλητική
ὦ
!
συνδιασκεπτόμεν
ε
συνδιασκεπτομέν
η
συνδιασκεπτόμεν
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
συνδιασκεπτόμεν
οι
αἱ
συνδιασκεπτόμεν
αι
τὰ
συνδιασκεπτόμεν
ᾰ
γενική
τῶν
συνδιασκεπτομέν
ων
τῶν
συνδιασκεπτομέν
ων
τῶν
συνδιασκεπτομέν
ων
δοτική
τοῖς
συνδιασκεπτομέν
οις
ταῖς
συνδιασκεπτομέν
αις
τοῖς
συνδιασκεπτομέν
οις
αιτιατική
τοὺς
συνδιασκεπτομέν
ους
τὰς
συνδιασκεπτομέν
ᾱς
τὰ
συνδιασκεπτόμεν
ᾰ
κλητική
ὦ
!
συνδιασκεπτόμεν
οι
συνδιασκεπτόμεν
αι
συνδιασκεπτόμεν
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
συνδιασκεπτομέν
ω
τὼ
συνδιασκεπτομέν
ᾱ
τὼ
συνδιασκεπτομέν
ω
γεν-δοτ
τοῖν
συνδιασκεπτομέν
οιν
τοῖν
συνδιασκεπτομέν
αιν
τοῖν
συνδιασκεπτομέν
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λυόμενος'
όπως «
λυόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συνδιασκεπτόμενος, -η, -ον
μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα:
μετοχή ενεστώτα του
συνδιασκέπτομαι
※
→
δείτε
παράθεμα στο
συνδιασκεπτομένη