συνδετήρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | συνδετήρ | οἱ | συνδετῆρες | ||||
γενική | τοῦ | συνδετῆρος | τῶν | συνδετήρων | ||||
δοτική | τῷ | συνδετῆρι | τοῖς | συνδετῆρσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | συνδετῆρα | τοὺς | συνδετῆρας | ||||
κλητική ὦ! | συνδετήρ | συνδετῆρες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνδετήρ, -ῆρος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .