Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναρμοδιότητα οι συναρμοδιότητες
      γενική της συναρμοδιότητας των συναρμοδιοτήτων
    αιτιατική τη συναρμοδιότητα τις συναρμοδιότητες
     κλητική συναρμοδιότητα συναρμοδιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναρμοδιότητα < συναρμόδι(ος) + -ότητα. Μορφολογικά, συν- + αρμοδιότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.naɾ.mo.ðiˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ναρ‐μο‐δι‐ό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συναρμοδιότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συναρμόζω και αρμόζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr