↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμπιλητής οι συμπιλητές
      γενική του συμπιλητή των συμπιλητών
    αιτιατική τον συμπιλητή τους συμπιλητές
     κλητική συμπιλητή συμπιλητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπιλητής < συμπιλώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπιλητής αρσενικό

  • αυτός που συνδυάζοντας κείμενα από διάφορες πηγές παρουσιάζει μια σύνθεσή τους, χωρίς όμως να προσφέρει κάτι το πρωτότυπο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία