συμπιλητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπιλητής < συμπιλώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπιλητής αρσενικό
- αυτός που συνδυάζοντας κείμενα από διάφορες πηγές παρουσιάζει μια σύνθεσή τους, χωρίς όμως να προσφέρει κάτι το πρωτότυπο