Δείτε επίσης: συμμοριτικός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμμοριτισμός οι συμμοριτισμοί
      γενική του συμμοριτισμού των συμμοριτισμών
    αιτιατική τον συμμοριτισμό τους συμμοριτισμούς
     κλητική συμμοριτισμέ συμμοριτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμμοριτισμός < συμμορίτης + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμμοριτισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • συμμοριτισμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • συμμοριτισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)