συκοφάντηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συκοφάντηση | οι | συκοφαντήσεις |
γενική | της | συκοφάντησης* | των | συκοφαντήσεων |
αιτιατική | τη | συκοφάντηση | τις | συκοφαντήσεις |
κλητική | συκοφάντηση | συκοφαντήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συκοφαντήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυκοφάντηση θηλυκό
- η ενέργεια του συκοφαντώ, η διασπορά συκοφαντιών
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συκοφάντηση
|