Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συκοφαντήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συκοφαντώ
  2. θα συκοφαντήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συκοφαντώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

συκοφαντήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συκοφάντηση