Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συγχρονιστής οι συγχρονιστές
      γενική του συγχρονιστή των συγχρονιστών
    αιτιατική τον συγχρονιστή τους συγχρονιστές
     κλητική συγχρονιστή συγχρονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγχρονιστής < συγχρονίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγχρονιστής αρσενικό

  1. (βιολογία) επαναλαμβανόμενο φαινόμενο που αφορά τον βιολογικό ρυθμό
  2. (τεχνολογία) συσκευή που συγχρονίζει τις ταχύτητες δύο συστημάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία