συγχρονιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγχρονιστής < συγχρονίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγχρονιστής αρσενικό
- (βιολογία) επαναλαμβανόμενο φαινόμενο που αφορά τον βιολογικό ρυθμό
- (τεχνολογία) συσκευή που συγχρονίζει τις ταχύτητες δύο συστημάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγχρονιστής