καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συγκαταβατικότης αἱ συγκαταβατικότητες
      γενική τῆς συγκαταβατικότητος τῶν συγκαταβατικοτήτων
      δοτική τῇ συγκαταβατικότητι ταῖς συγκαταβατικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν συγκαταβατικότητα τὰς συγκαταβατικότητας
     κλητική ! συγκαταβατικότης συγκαταβατικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκαταβατικότης (μαρτυρείται από το 1866) [1] < συγκαταβατικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγκαταβατικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 938, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου