↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στύπωμα τα στυπώματα
      γενική του στυπώματος των στυπωμάτων
    αιτιατική το στύπωμα τα στυπώματα
     κλητική στύπωμα στυπώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στύπωμα < στυπώνω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στύπωμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία