↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στόμωση οι στομώσεις
      γενική της στόμωσης* των στομώσεων
    αιτιατική τη στόμωση τις στομώσεις
     κλητική στόμωση στομώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στομώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στόμωση < ελληνιστική κοινή στόμωσις[1] [2] < στομόω < στόμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στόμωση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. στόμωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. στόμωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)