στωικισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sto.i.ciˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστωικισμός αρσενικό
- η φιλοσοφία των αρχαίων στωικών
- στωικότητα, το να είναι κάποιος απαθής, ατάραχος στη ζωή του
Μεταφράσεις
επεξεργασία στωικισμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στωικισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας