↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στυπτικότητα οι στυπτικότητες
      γενική της στυπτικότητας των στυπτικοτήτων
    αιτιατική τη στυπτικότητα τις στυπτικότητες
     κλητική στυπτικότητα στυπτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στυπτικότητα μαρτυρείται από το 1831 στον Δ. Πύρρο στην καθαρεύουσα (στυπτικότης)[1]< στυπτικ(ός) + -ότητα < αρχαία ελληνική στύφω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στυπτικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 937, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)