καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στυπτικότης αἱ στυπτικότητες
      γενική τῆς στυπτικότητος τῶν στυπτικοτήτων
      δοτική τῇ στυπτικότητι ταῖς στυπτικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν στυπτικότητα τὰς στυπτικότητας
     κλητική ! στυπτικότης στυπτικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στυπτικότης (μαρτυρείται από το 1831) [1] < στυπτικ(ός) + -ότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στυπτικότης, -ητος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 937, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου