Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρωματοθήκη οι στρωματοθήκες
      γενική της στρωματοθήκης των στρωματοθηκών
    αιτιατική τη στρωματοθήκη τις στρωματοθήκες
     κλητική στρωματοθήκη στρωματοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρωματοθήκη < στρώματ(ος) + -ο- + -θήκη
 
Στρωματοθήκη καλύπτει στρώμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρωματοθήκη θηλυκό

  • θήκη, συνήθως υφασμάτινη ή άλλοτε αδιάβροχη, για την προστασία στρώματος από το λέρωμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία