στρωματοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρωματοθήκη < στρώματ(ος) + -ο- + -θήκη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρωματοθήκη θηλυκό
- θήκη, συνήθως υφασμάτινη ή άλλοτε αδιάβροχη, για την προστασία στρώματος από το λέρωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρωματοθήκη
|