στροβιλοαυλωθητήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στροβιλοαυλωθητήρας < στρόβιλος + -ο- + αυλωθητήρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
στροβιλοαυλωθητήρας αρσενικό
- είδος κινητήρα που συνδυάζει συμβατικό αεροστρόβιλο και αυλωθητήρα, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνονται μεγάλες ταχύτητες
Μεταφράσεις επεξεργασία
στροβιλοαυλωθητήρας
|