↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρεψοδικία οι στρεψοδικίες
      γενική της στρεψοδικίας των στρεψοδικιών
    αιτιατική τη στρεψοδικία τις στρεψοδικίες
     κλητική στρεψοδικία στρεψοδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρεψοδικία (μαρτυρείται από το 1856) [1] < στρεψόδικος + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική Rechtsverdrehung[2])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρεψοδικία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 935, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. στρεψοδικίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)