στρατοπεδεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατοπεδεία < αρχαία ελληνική στρατοπεδεία[1] < στρατοπεδεύω < στρατόπεδον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατοπεδεία θηλυκό
- (λόγιο, στρατιωτικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στρατοπεδεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρατοπεδεία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στρατοπεδεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- στρατοπεδεία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)