στρατολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρατολόγος < στρατολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στρατολόγος αρσενικό
- Ο υπεύθυνος για τη στρατολογία αξιωματικός.
- Ο στρατολόγος θα πάρει συνέντευξη από τους υποψήφιους νεοσύλλεκτους
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρατολόγος