↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατολόγος οι στρατολόγοι
      γενική του στρατολόγου των στρατολόγων
    αιτιατική τον στρατολόγο τους στρατολόγους
     κλητική στρατολόγε στρατολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατολόγος < στρατολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρατολόγος αρσενικό

Ο στρατολόγος θα πάρει συνέντευξη από τους υποψήφιους νεοσύλλεκτους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία