στρατάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στρατάρισμα < (στραταρίζω) θέμα στραταρισ- + -μα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /stɾaˈta.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρα‐τά‐ρι‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
στρατάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία του στραταρίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
στρατάρισμα
|