Ετυμολογία

επεξεργασία
στραταρίζω < στράτα[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stɾa.taˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐κα‐ρί‐ζω

στραταρίζω, πρτ.: στρατάριζα, αόρ.: στρατάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (για νήπια) περπατώ για πρώτη φορά
  2. κάνω μικρά βήματα, βαδίζω σιγά-σιγά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)