στράτζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στράτζα | οι | στράτζες |
γενική | της | στράτζας | των | στρατζών |
αιτιατική | τη | στράτζα | τις | στράτζες |
κλητική | στράτζα | στράτζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στράτζα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστράτζα θηλυκό
- (τεχνολογία) μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την κάμψη και διαμόρφωση μετάλλων, ιδίως φύλλων και σωλήνων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στράτζα
|