στράγγιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στράγγιση | οι | στραγγίσεις |
γενική | της | στράγγισης* | των | στραγγίσεων |
αιτιατική | τη | στράγγιση | τις | στραγγίσεις |
κλητική | στράγγιση | στραγγίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στραγγίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στράγγιση < στραγγίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
στράγγιση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
στράγγιση
|