Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στοχαστικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
στοχαστικότητ
α
οι
στοχαστικότητ
ες
γενική
της
στοχαστικότητ
ας
των
στοχαστικοτήτ
ων
αιτιατική
τη
στοχαστικότητ
α
τις
στοχαστικότητ
ες
κλητική
στοχαστικότητ
α
στοχαστικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στοχαστικότητα
θηλυκό
στοχαστική
συμπεριφορά
(
κατ’ επέκταση
) η
σκεπτικότητα