Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στομαχόχορτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στομαχόχορτ
ο
τα
στομαχόχορτ
α
γενική
του
στομαχόχορτ
ου
των
στομαχόχορτ
ων
αιτιατική
το
στομαχόχορτ
ο
τα
στομαχόχορτ
α
κλητική
στομαχόχορτ
ο
στομαχόχορτ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στομαχόχορτο
<
στομάχ(ι)
+
-ό-
+
χόρτο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στομαχόχορτο
ουδέτερο
(
βότανο
)
συνώνυμο
του
αγριοφλισκούνι
(
Origanum dictamnus
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στομαχόχορτο
→
δείτε
τη λέξη
αγριοφλισκούνι