στομάχιασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στομάχιασμα < στομαχιάζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστομάχιασμα ουδέτερο
- (προφορικό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στομαχιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία στομάχιασμα
|
στομάχιασμα ουδέτερο
|