Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοτομία οι στερεοτομίες
      γενική της στερεοτομίας των στερεοτομιών
    αιτιατική τη στερεοτομία τις στερεοτομίες
     κλητική στερεοτομία στερεοτομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερεοτομία < στερεό + -τομία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στερεοτομία θηλυκό

  • (παρωχημένο) η τέχνη / επιστήμη της κοπής στερεών σωμάτων

  Μεταφράσεις επεξεργασία