στεγάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στεγάς | οι | στεγάδες |
γενική | του | στεγά | των | στεγάδων |
αιτιατική | τον | στεγά | τους | στεγάδες |
κλητική | στεγά | στεγάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστεγάς αρσενικό
- (επάγγελμα) ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής μιας στέγης
Μεταφράσεις
επεξεργασία στεγάς
|