↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταφιδίτης οι σταφιδίτες
      γενική του σταφιδίτη των σταφιδιτών
    αιτιατική τον σταφιδίτη τους σταφιδίτες
     κλητική σταφιδίτη σταφιδίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταφιδίτης < ελληνιστική κοινή σταφιδίτης[1] < αρχαία ελληνική σταφίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταφιδίτης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. σταφιδίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.