↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στᾰφῐδ-
ονομαστική σταφίς αἱ σταφίδες
      γενική τῆς σταφίδος τῶν σταφίδων
      δοτική τῇ σταφίδ ταῖς σταφίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σταφίδ τὰς σταφίδᾰς
     κλητική ! σταφίς* σταφίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σταφίδε
γεν-δοτ τοῖν  σταφίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταφίς (τεχνικός όρος) < ἀσταφίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταφίς θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

από το ἀσταφίς / ὀσταφίς