Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταριλίκι τα σταριλίκια
      γενική του σταριλικιού των σταριλικιών
    αιτιατική το σταριλίκι τα σταριλίκια
     κλητική σταριλίκι σταριλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταριλίκι < σταρ + -ιλίκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταριλίκι ουδέτερο

  1. (μειωτικό) η ιδιότητα και η συμπεριφορά του σταρ
  2. (δημώδες) το να είναι κάποιος σταρ

  Μεταφράσεις επεξεργασία