σταμνάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σταμνάς | οι | σταμνάδες |
γενική | του | σταμνά | των | σταμνάδων |
αιτιατική | τον | σταμνά | τους | σταμνάδες |
κλητική | σταμνά | σταμνάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασταμνάς αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σταμνάς
→ δείτε τη λέξη αγγειοπλάστης |