Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταλαμίδα οι σταλαμίδες
      γενική της σταλαμίδας των σταλαμίδων
    αιτιατική τη σταλαμίδα τις σταλαμίδες
     κλητική σταλαμίδα σταλαμίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταλαμίδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταλαμίδα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • δείτε παραλλαγές στη λέξηστάλα

  Αναφορές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία