Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταθμαρχίνα οι σταθμαρχίνες
      γενική της σταθμαρχίνας
    αιτιατική τη σταθμαρχίνα τις σταθμαρχίνες
     κλητική σταθμαρχίνα σταθμαρχίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταθμαρχίνα < σταθμάρχης + κατάληξη θηλυκού -ίνα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /staθ.maɾˈçi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σταθ‐μαρ‐χί‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταθμαρχίνα θηλυκό

  1. θηλυκό του σταθμάρχης
  2. (παρωχημένο) η σύζυγος ενός σταθμάρχη

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • σταθμαρχίνα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)