σταθερότυπο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σταθερότυπο | τα | σταθερότυπα |
γενική | του | σταθερότυπου & σταθεροτύπου |
των | σταθερότυπων & σταθεροτύπων |
αιτιατική | το | σταθερότυπο | τα | σταθερότυπα |
κλητική | σταθερότυπο | σταθερότυπα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σταθερότυπο < → δείτε τη λέξη σταθερότυπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασταθερότυπο ουδέτερο