σταθερότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
στᾰθεροτητ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | σταθερότης | αἱ | σταθερότητες | ||||
γενική | τῆς | σταθερότητος | τῶν | σταθεροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | σταθερότητῐ | ταῖς | σταθερότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | σταθερότητᾰ | τὰς | σταθερότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | σταθερότης | σταθερότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταθερότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σταθεροτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σταθερότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σταθερό(ς) + -της. Δείτε και σταθ- στο ἵστημι.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σταθερότης [ᾰ] θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σταθερός
Πηγές
επεξεργασία
- σταθερότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.